«Η Ψιψίνα και ο Μπούφος»
Ένα αλληγορικό παραμύθι…
Ο Μπούφος
Μια φορά κι έναν καιρό, τα παραμύθια ξεκινούσαν κάπως έτσι. Στην εποχή που ζει ο ήρωάς μας όμως, τα παραμύθια ξεκινούν με διαπιστώσεις. Και μάλιστα δυσάρεστες.
Διαπίστωση πρώτη: «λεφτά δεν υπάρχουν». Αλλά η διαπίστωση αυτή είναι πολύ σοβαρή και χρειάζεται επιβεβαίωση για να μη μείνει η παραμικρή αμφιβολία. Χώνει το δεξί φτερό στη δεξιά τσέπη, το αριστερό στην αριστερή, το αριστερό στη δεξιά, το δεξί στην αριστερή….Μάταια. Βγάζει πανικόβλητος την πουπουλένια καμπαρτίνα του, τι γυρνάει ανάποδα και την τινάζει με μανία. Τίποτα. Ούτε πενηνταράκι. Μέσα στην απελπισία ο Μπούφος.
Μπούφος είναι τ’ όνομά του, αλλά και η βασική του ιδιότητα. Μπούφος στην εμφάνιση: πρώτο μπόι, με αυτιά ορθά και δυο φτερωτά λοφία πάνω από τα μάτια, μάτια γουρλωτά και σπινθηροβόλα – λέμε τώρα-, ράμφος κοντό και γαμψό, ίσα που ξεχωρίζει ανάμεσα στα φτερά και τα πούπουλα. Μπούφος όμως και ως προς την προσωπικότητα: ιδιαίτερα αργά αντανακλαστικά – πράγμα καταστροφικό για αρπακτικό-, αργόσχολος, αχαΐρευτος και ακαμάτης. Δε θα λέγαμε ότι διακρίνεται για την εξυπνάδα του, καταφέρνει παρόλα αυτά να επιβιώνει κούτσα κούτσα χάρη σε λίγες δόσεις πονηριάς, που πρέπει να είναι ό,τι του έχει απομείνει από τη αμύθητη κληρονομιά που του άφησε η προγιαγιά του η κουκουβάγια. Έχει όμως και κάτι άλλο που έμελλε τελικά να τον βάλει σε μπελάδες. Είναι βαθιά συναισθηματικός, ερωτιάρης και έρμαιο των παθών του.
Των παθών, αλλά κυρίως του Πάθους. Του Πάθους με μεγάλο Π. Σσσσς!! Μη μας ακούσουν γιατί είναι και από τα απαγορευμένα. Π και σσσς, Π και σσσς μας κάνει? Ψ! Εύγε! Μέγα πάθος για το μέγα Ψ της καρδιάς του, τη λυγερή Ψιψίνα.
Ψιψίνα στην όψη αλλά και στου μυαλού την κόψη και από ράτσα: Ευρωπαία! Ανεξάρτητη όπως κάθε άλλη γάτα, διεκδικητική, εύστροφη, δραστήρια, αεικίνητη, εκλεπτυσμένη. Ότι δηλαδή δεν είναι ο Μπούφος. Με άλλα λόγια, και για να κυριολεκτήσουμε: οι δύο τους είναι η μέρα με τη νύχτα. Φωτεινό πλάσμα εκείνη, λάτρης του ήλιου, νυχτόβιος εκείνος, νυχτοπερπατητής και μπερμπάντης.
Η συνάντηση
Διαπίστωση δεύτερη: Η ένωση αυτών των δύο ήταν πραγματικά αδύνατη και ιδιαίτερα σε αυτή την περίοδο της απόλυτης αφραγκίας. Πως να την πλησιάσει και πως να τη γοητεύσει ένας Μπούφος, που εκείνη έλαμπε τη μέρα κάτω από το φως του ήλιου, ενώ εκείνος ξενύχτης καθώς ήταν κουτούλαγε και χασμουριόταν. Εκείνη είχε όλα τα καλά του κόσμου, αξιαγάπητη, κοινωνική και ναζού είχε πάντα ένα κεσεδάκι φαί έτοιμο έξω από κάποια πόρτα να την περιμένει. Εκείνος δε θα έβρισκε ποτέ χορηγούς, αυτό ήταν σίγουρο. Ούτε είχε κάτι από επιχειρηματικό δαιμόνιο ώστε να μπορέσει να καταστρώσει ένα σχέδιο, βρε αδερφέ, μια στρατηγική, ή να κάνει επενδύσεις που θα μπορούσαν να του αποφέρουν κάποιο κέρδος. Δυο πράγματα ήξερε να κάνει με εξαιρετική μαεστρία και αυτά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ερωτεύσιμα. Το ένα ήταν να κάνει τους άλλους να γελούν με την αστεία του όψη και τις απίθανες γκάφες του. Το δεύτερο ήταν να κάθεται μισοκοιμισμένος στην κουφάλα κάποιου δέντρου με το στόμα ανοιχτό και να περιμένει να χωθεί κατά λάθος στο στόμα του κάποιο ζουζουνάκι ή μικρό πουλάκι μήπως και ξεγελάσει έτσι την πείνα και το στερημένο στομάχι του με το έρμο μεζεδάκι. Και η αλήθεια είναι ότι με την πονηριά όλο και κάτι κατάφερνε. Στο αραχτό κυνήγι δεν τον έπιανε κανείς.
Ένα σούρουπο όμως συνέβη το αναπάντεχο. Η Ψιψίνα και ο Μπούφος συναντήθηκαν - για την ακρίβεια συγκρούστηκαν - πάνω στο ξεψυχισμένο κορμάκι ενός ποντικού. Η Ψιψίνα κατάφερε με εξαιρετικούς ελιγμούς να το ακινητοποιήσει και να του φέρει το θανατηφόρο χτύπημα με τα σουβλερά της δόντια. Ο Μπούφος το είχε εντοπίσει από μακριά, αλλά έφτασε στον τόπο του εγκλήματος αργοπορημένος, όπως πάντα, και νιώθοντας μειονεκτικά απέναντι στη γάτα άρχισε από αμηχανία να κάνει κάθε είδους ανοησία, ώστε έκανε τη γάτα να σκάσει στα γέλια:
- Βρε χαζούλη μη χτυπιέσαι έτσι. Σου το χαρίζω το ποντικάκι. Εγώ έτσι τα κυνηγάω για παιχνίδι, δε θα το φάω.
- Το... το λες αλήθεια? Μα δεν είναι σωστό. Το έχεις κερδίσει με την αξία σου.
- Α δεν πειράζει. Άλλωστε στο σπίτι με περιμένει κότσυφας στιφάδο με μπόλικο κρεμμυδάκι και κανέλα.
Αυτό ήταν. Στο άκουσμα του φοβερού μεζέ ο Μπούφος λιποθύμησε. Τότε η Ψιψίνα ψύχραιμα και θαρραλέα του έδωσε δυο σβέλτα χαστουκάκια. Μέσα στο λήθαργό του, ο Μπούφος πίστευε ότι είχε αρχίσει να έχει παραισθήσεις καθώς ένιωθε τον ουρανίσκο του να αναστατώνεται και το λαρύγγι του να χορεύει τσιφτετέλι προσπαθώντας να κατεβάσει μια μπουκιά προς το στομάχι. Κι όμως ήταν πραγματικότητα. Η Ψιψίνα ταΐζε τον Μπούφο κρατώντας τον τρυφερά στην αγκαλιά της κι εκείνος ώρα με την ώρα άρχισε να συνέρχεται.
- Έτσι μπράβο πουπουλένιε μου. Κατάπινε αργά αργά και θα δυναμώσεις. Κι όταν δυναμώσεις αρκετά μου λες και το όνομά σου.
- Μπούφο. Με λένε Μπούφο. Από τη γνωστή οικογένεια των γλαυκόμορφων. Αυτό νομίζω ότι βγαίνει από το γλαυξ και το όμορφος, αλλά κάποιος μου είπε ότι μπορεί και να βγαίνει από το βλαξ και όμορφος. Δεν είμαι σίγουρος. Η οικογένειά μου έχει αναδείξει από την αρχαιότητα πολλούς σοφούς και δασκάλους. Σίγουρα θα έχεις ακούσει για την Αθηνά τη νυκτοπερπατούσα, διάσημη σοφή στην Αρχαία Ελλάδα. Αν θέλεις μπορείς να περάσεις από το σπίτι μου κάποια μέρα να σου δείξω φωτογραφίες και τα βιβλία τους. Τα περισσότερα για να είμαι ειλικρινής δεν τα έχω διαβάσει, αλλά λένε πως είναι πραγματικοί θησαυροί για όποιον τα έχει στη βιβλιοθήκη του.
Τα μάτια του είχαν αρχίσει να πετάνε σπίθες. Κι όσο έβλεπε την Ψιψίνα να τον κοιτάει με θαυμασμό άλλο τόσο συνέχιζε ενθουσιασμένος να περιαυτολογεί καταπίνοντας χοντρες χοντρές τις μπουκιές από το πρώτο ερωτικό γεύμα.
- Λοιπόν έχω μια ιδέα, είπε η Ψιψίνα πασιχαρής. Λέω να κάνουμε μια συμφωνία. Εγώ θα κυνηγάω ποντικάκια που τόσο σου αρέσουν και θα σου τα φέρνω σπίτι να τα τρως. Κι εσύ θα μου γνωρίσεις το σοφό σου σόι.
Η συμφωνία έκλεισε και οι δύο ερωτευμένοι νέοι έδωσαν ραντεβού για το επόμενο σουρουπο.
Ο Γάμος
Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες με κρυφά ραντεβουδάκια από αυγή σε σούρουπο και από σούρουπο σε αυγή. Ο Μπούφος την έβγαζε φίνα τρώγοντας τα ποντικάκια που του εξασφάλιζε η Ψιψίνα, ενώ εκείνη περνούσε τις μέρες της καταβροχθίζοντας τόνους βιβλίων με σήμα την κουκουβάγια που τις έφερνε ο Μπούφος.
Όλα οδηγούσαν σε ένα δρόμο: Το γάμο. Όμως με τι λεφτά θα έπαιρνε το θάρρος να της κάνει μια τέτοια πρόταση? Το εξέτασε από ‘δω κι από εκεί, μόνο μία ιδέα του είχε στοιχειώσει το μυαλό: Να βάλει χέρι στο σεντούκι με τις αποταμιεύσεις για τις κουκουβάγιες - συνταξιούχους. Το σχέδιό του φαινόταν αψεγάδιαστο. Όλα τα νυχτοπούλια αναλάμβαναν με βάρδιες τη φύλαξή του. Όταν θα έφτανε η δική του η σειρά θα έβαζε το σχέδιο σε δράση. Έτσι κι έγινε. Τη μέρα της βάρδιας του λοιπόν και τη στιγμή που ο άλλος φύλακας βγήκε για τσιγάρο, βούτηξε λίγες λίρες μέσα από το σεντούκι και τις έχωσε επιδέξια στην τσέπη του. Κανένας δε θα καταλάβαινε ότι έλειπαν. Και αν το καταλάβαιναν εκείνος θα ήταν ήδη πολύ μακριά.
Σαν έπεσε το βράδι, ο Μπούφος με τις λίρες τυλιγμένες σε ένα πεντάευρω και λίγο μελάκι σε βάζο για να γλυκάνει την καλή του, βρίσκει τη γάτα να τον περιμένει έξω από την πόρτα:
- Αλλαγή σχεδίου Ψιψινάκι. Πάμε βαρκάδα!
- Βαρκάδα! Βαρκάδα! Φώναξε ενθουσιασμένη η Ψιψίνα.
- Χρήμα υπάρχει. Δε θέλω να μου ανησυχείς καθόλου. Μόνο διάθεση να έχεις να γυρίσουμε μαζί τον κόσμο. Αυτό θέλω από σένα μόνο.
Κατηφόρισαν προς την ακτή και διάλεξαν απ’ όλες τις βάρκες που ήταν ξαπλωμένες στην αμμουδιά, μια πράσινη μικρή βαρκούλα καμπυλωτή σα φρέσκο μπιζέλι. Έν δυο, εν δυο, ποιος άλλος? Η Ψιψίνα στο κουπί και ο Μπούφος αραχτός με μια κιθάρα στην αγκαλιά, να απλώνει όλη του τη γκάμα σε νότες και να της φτιάχνει τραγούδι ερωτικό:
Αχ ψιψίνι μου, ψιψίνι, αχ πως λάμπεις σα ρουμπίνι, βρε ψιψίνι, βρε ψιψίνι, αχ πως λάμπεις σα ρουμπίνι.
Έλιωσε η γάτα, αν και προσηλωμένη στο κουπί. Κι έτσι ανυπόμονη, όπως ήταν νιαούρισε τρυφερά στο Μπούφο:
- Σαν πολύ δεν το αργούμε, Μπούφο μου? Ε? Τι λες να παντρευτούμε?
- Πάλι με πρόλαβες, Ψιψινέλι…. Τώρα δα το χα σκοπό, με τραγούδι να στο πω. Μόνο που δεν πρόλαβα να σου πάρω δαχτυλίδι. Πάμε φύγαμε γλυκιά μου και θα σου βρω εγώ την πιο ακριβή βέρα, να τη φοράς και να λάμπεις μες τη μέρα.
Και ταξίδευαν και ταξίδευαν, η Ψιψίνα στο τιμόνι, και ο Μπούφος από περηφάνια να κορδώνει. Γύρισαν νησιά κι ηπείρους, ανακάλυψαν καινούργιες χώρες, εξωτικά δάση κοραλλένιους κήπους και μυστήριους τύπους. Ώσπου τα λεφτά σωθήκαν κι έπρεπε να βρει μια λύση ο Μπούφος. Βέρα είχε τάξει στη Ψιψίνα κι είχε φτάσει ο καιρός να την κάνει πια Κυρία.
- Μου έχουν πει για ένα μέρος, λέει ο Μπούφος, που ζουν τα γουρουνάκια εκείνα που όταν μεγαλώσουν γίνονται κουμπαράδες. Τα καημένα τα πλασματάκια δεν έχουν μάθει να κάνουν τίποτα άλλο στη ζωή τους από το να μαζεύουν χρήματα. Μπορούν όμως λένε να δώσουν ένα μικρό ή μεγάλο δάνειο σε όποιον το χρειάζεται, αν κρίνουν πως υπάρχει σοβαρός σκοπός. Τι λες πάμε? Δεν μπορούν να μας αρνηθούν. Υπάρχει πιο σοβαρός σκοπός από αυτό το γάμο?
- Είναι μακριά?
- Όχι πολύ. Ένα χρόνο ταξίδι και μια μέρα το πολύ.
- Και πως θα καταλάβουμε ότι φτάσαμε εκεί?
- Εκεί φυτρώνουν κάτι δέντρα που κάνουν πολύ φασαρία από το πρωί μέχρι το βράδι. Γι’ αυτό τα φωνάζουν Ντινγκ Ντονγκ. Δεν μπορεί να μην έχεις ακούσει γι’ αυτά. Έχουν καταφέρει να μεταδίδουν τον ήχο τους μέσω δορυφόρου. Θα μπούμε στη συχνότητά τους, καθώς θα πλησιάζουμε ταξιδεύοντας δυτικά κι έτσι θα είναι αδύνατον να χάσουμε το δρόμο μας.
- Πάμε, πάμε. Άντε, άλλο μην αργούμε για το δαχτυλίδι. Πρέπει να αποκατασταθεί το όνομά μου. Δε γίνεται να ζούμε άλλο έτσι σα ρέμπελοι.
Δεν άργησαν να φτάσουν στη φασαριόζικη χώρα. Το γουρουνάκι-κουμπαράς-«τραπεζίτης» δεν αρνήθηκε καθόλου να δώσει στο Μπούφο, όσα χρήματα του ζήτησε. Με ένα όμως αντάλλαγμα: θα έπρεπε να τα ξοδέψει όλα για τη βέρα και επιπλέον να βρει γρήγορα μια δουλειά για να μπορεί να συντηρεί την καλή του. Αυτό το τελευταίο δεν μπορούσε να το καταπιεί με τίποτα ο Μπούφος. Δεν μπορούσε όμως να κάνει αλλιώς. Η Ψιψίνα θα τον εγκατέλειπε αμέσως αν δεν της αγόραζε δαχτυλίδι.
Τα πράγματα έπρεπε να γίνουν σωστά, γρήγορα και με διαφάνεια, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του γουρουνιού. Έτσι κι έγιναν. Αγόρασαν την πανάκριβη βέρα και σε λίγα λεπτά έτοιμος και ο κουμπάρος. Ήταν ένας Γάλλος, Παριζιάνος, που είχε πολύ καλές διασυνδέσεις με όλα τα γουρούνια της χώρας. Ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου καμπαρέ στα περίχωρα -μέσα στο λούσο και στο στρας ο ίδιος -είχε μαζέψει τις καλύτερες χορεύτριες Καν-Καν από το Παρίσι και όλο τον κόσμο. Γι αυτό και ήταν γνωστός στα πέριξ ως ο «Μεσιέ Στρας Καν-Καν». Με τέτοια κουμπαριά μπορείς να φανταστείς τι γλέντι έγινε μετά το γάμο. Άφθονο το κρασί στην υγεία του ζεύγους, τι χορός, τι κέφι και όλοι με τα μούτρα στους μπουφέδες. Κι άμα δε φτάναν τους μεζέδες επιστράτευαν κάτι τεράστιες μακριές κουτάλες που πετύχαιναν τα μεζεδάκια από δέκα μέτρα μακριά.
Μέχρι που έσβησαν τα φώτα, έσβησε και το φεγγάρι κι εμφανίστηκε ο ήλιος, εγλεντούσε το ζευγάρι, κι όλοι οι άλλοι.
Η επόμενη μέρα
Η άλλη μέρα τους βρήκε όλους ξαπλωμένους ανάσκελα στην άμμο και με κεφάλι ασήκωτο από τον πονοκέφαλο. Ο πονοκέφαλος του Μπούφου όμως σίγουρα δεν περνούσε ούτε με ασπιρίνη, ούτε με φιλί απ’ το ψιψίνι. Έπρεπε να βρει μια δουλειά να ταιριάζει στο χαρακτήρα και την προσωπικότητά του και γρήγορα. Μα άντε βρες μου εσύ δουλειά που να πρέπει να κοιμάσαι με το στόμα ανοιχτό, μέρα νύχτα, ξάπλα ή και όρθια - δεν πειράζει. Υπάρχει? Αμ, δεν υπάρχει. Έριξε λοιπόν τα μούτρα του ο Μπούφος και ξεκαθάρισε αμέσως την κατάσταση στη συμβία του.
- Ψιψίνα, πώς να σου το πω, βάσταξε την καρδιά σου. Το ξέρεις πως δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου. Μα μη ζητάς να γίνω εγώ δούλος του οχταώρου. Δεν το μπορώ θα τρελαθώ, δεν το αντέχω διόλου.
- Μπούφε, μα το υποσχέθηκες. Δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Λυπάμαι, αν υποσχέσεις δεν τηρείς, φοβάμαι θα σε αφήσω.
-
Ανέβηκαν λοιπόν ξανά στη μπιζελί τη βάρκα και πήραν το δρόμο του γυρισμού. Αφού σπίτι δε μπορούσαν ν’ ανοίξουν μαζί, έπρεπε να επιστρέψουν στον πρότερό τους βίο. Αυτή τη φορά όμως όχι με τραγούδια, ερωτικές εξομολογήσεις και φεγγαράδες. Σιωπηλοί και τόσο απόμακροι οι δυο τους, όχι μόνο η βάρκα, αλλά ο κόσμος όλος δεν τους χωρούσε. Ταξίδευαν ένα χρόνο και κάτι, με το Μπούφο αυτή τη φορά να τραβά κουπί και την Ψιψίνα ξάπλα στην πλώρη να καμαρώνει τη βέρα που λαμπίριζε κάτω απ’ τ’ άστρα. Σπουδαίο λάφυρο και ακόμη πιο σπουδαία τα σχέδια που έκανε η γάτα, όταν θα την πουλούσε στην πατρίδα.
Αποκαμωμένος και κουρελής ο Μπούφος κατάφερε με τα πολλά να δέσει τη βάρκα στην ακτή. Έδωσε το χέρι στην Ψιψίνα να κατέβει, έσφιξε την καρδιά του, της έδωσε ένα φιλί και έμεινε να την κοιτά να χάνεται μες στο σκοτάδι, κουνιστή και λυγιστή.
Ναι, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως έζησε αυτή καλά.
Ε όσον αφορά αυτόν, είχε ζήσει και καλύτερα.
Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του να αποκοιμηθεί, θυμήθηκε τους στίχους που του είχε αφιερώσει κάποτε μια μακρινή του συγγενής κουκουβάγια κι έτσι πραγματικά «δυστυχής! Παρηγορία μόνη του έμενε να λέει, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίει.»
Μαριάννα Βεριγάκη
0 σχόλια:
Post a Comment