Η Ψιψίνα και ο Μπούφος στα πελάγη βγήκαν τσάρκα.
Δε διαλέξανε φρεγάτα, μα τη μπιζελί τη βάρκα.
Βούτηξαν και λίγο μέλι και λεφτά απ’ το κασέλι,
τα τυλίξαν σ’ ένα φράγκο, και τα δέσαν μ’ ένα σπάγκο.
Βγήκαν τ’ άστρα για σεργιάνι, την κιθάρα ο Μπούφος πιάνει,
και με φοβερό βιμπράτο, τραγουδάει το τσιτάτο:
«Αχ, πως λάμπεις σαν ρουμπίνι!
Αχ ψιψίνι μου!, ψιψίνι
Βρε ψιψίνι
Βρε ψιψίνι
«Αχ κομψό πουλερικό, τι τραγούδι ερωτικό!»,
του νιαούρισε η γάτα, για την τρυφερή σονάτα.
«Σαν πολύ δεν το αργούμε? Ε? Τι λες να παντρευτούμε?»
«Που θα βρούμε δαχτυλίδι?» Κι έφυγαν για το ταξίδι.
Ένα χρόνο -μα και κάτι- έπλεαν νυχθημερόν,
κι έφτασαν σ’ αυτή τη χώρα που φυτρώνουν τα «Ντινγκ Ντονγκ».
Μέσα στο πυκνό το δάσος συναντήσανε γουρούνι,
που φορούσε δαχτυλίδι στο αριστερό ρουθούνι.
Στο ρουθούνι,
στο ρουθούνι
στο αριστερό ρουθούνι.
----------------------
«Δώσε για ένα διφραγκάκι, λατρευτό μας γουρουνάκι
τούτο δω το δαχτυλίδι». «Μα δικό σας είναι ήδη»!
Είπε ευθύς το γουρουνάκι, κι έφυγε το ζευγαράκι.
Κι έστησαν γάμο στη ζούλα, με κουμπάρα γαλοπούλα.
Κι έφαγαν για να γλεντήσουν, μπιφτεκάκια κυδωνάτα,
με μια ρεμπελοκουτάλα, ώσπου γλείψαν και τα πιάτα.
Μέχρι να σωθεί η άμμος, ξεφαντώναν σα ζευγάρι
κι είχαν μοναχό φανάρι, το ολόγιομο φεγγάρι,
το φεγγάρι,
το φεγγάρι,
το ολόγιομο το φεγγάρι.
Μαριάννα Βεριγάκη
0 σχόλια:
Post a Comment