Pages

1.2.11

Βάγια η Κουκουβάγια και Τούλα η Γατούλα (Κική Μαρούλη)

Η κουκουβάγια κι η γατούλα που τόσα χρόνια κάναν παρεούλα,
είπανε να πάνε κρουαζιέρα στα ανοιχτά με μια βάρκα πράσινη σαν αρακά

Αφήσανε τα ταίρια τους, μαζέψαν τα προικιά τους,
και δίχως κανέναν δισταγμό ανοίξαν όλα τα πανιά τους

Κι έτσι κι οι δυο τους ήτανε για όπου φύγει φύγει,
με 5 ευρώ κομπόδεμα κι πέντε βάζα με ταχίνι.
Η κουκουβάγια χάζευε τον ουρανό ψηλά,
κι η σκέψη πηγαινοερχότανε στα δύο αρσενικά:

«Τούλα μου γατούλα μου, φίλη πολυαγαπημένη,
πόσο πολύ υπόφερες στον άντρα σου δεμένη,
πόσο πολύ,
πόσο πολύ,
πόσο πολύ υπόφερες στον άντρα σου δεμένη!»

Και η Τούλα αποκρίθηκε κοιτώντας την στα μάτια:
«Κι εσύ πόσα ξενύχτια πέρασες δίχως να κλείσεις μάτι,
να σε τρώει του κύρη σου το επίμονο γινάτι;»


Γι αυτό μαζί αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τα παλιά,
ξεχνώντας κουκουβάγιους, γάτους, μικρά γατάκια και πουλιά.

Κι έτσι αρμένιζαν και τον καιρό ατένιζαν,
στη χώρα με τα ψηλά εμπορικά που τον αέρα χτένιζαν.

Και ψώνιζαν χωρίς λεφτά, έτρωγαν δίχως θερμίδες,
ενώ όλοι τις φωνάζανε «οι δυο κοκέτες δεσπονίδες»

Μια μέρα όμως τις χτύπησε του Έρωτα το βέλος,
κι αγάπησαν ένα γουρούνι αρσενικό μ’έρωτα δίχως τέλος

Ένα γουρούνι αρσενικό με χαλκά μπροστά στη μύτη,
ω ναι, με χαλκά,
με χαλκά,
με χαλκά μπροστά στη μύτη.

Έβαλαν τη γοητεία τους κι έτρεξαν το ζώον να προλάβουν,
μην τον προλάβει άλλη καμιά και τρέχουν και δεν φτάνουν.

«Εμένα κοίτα χοίρε μου, τι έξυπνη που είμαι και καλή,
όλοι για μένα λένε πως είμαι της Σοφίας το πουλί.»

«Εγώ όμως είμαι και έξυπνη κι έχω και νάζι τρομερό,
λίγο την ουρά μου να κουνήσω και όλοι χάνουν το μυαλό.»
«Γουρούνι έλα διάλεξε και μη μας πολυπαιδεύεις,
χάλασες την φιλία μας τι άλλο πια να θέλεις;»

Κι εκείνος αποκρίθηκε:
«Ποια απ’τις δυο σας φτιάχνει νόστιμο γλυκό κυδώνι,
να τρώω κάθε πρωινό τη μέρα όλη να μελώνει;»

«Εγώ, εγώ!» φώναξαν κι οι δυο με τσιριχτή φωνή,
«Εμένα, εμένα πάρε με και θά’μαι σύντροφος πιστή!»

Και κάθησε το ζώον σε μια γωνιά για να σκεφτεί:
«Και τι να το κάνω το φαί και την αιώνια θηλιά,
αν μες στη λάσπη δε βουτάς και δεν βρωμάς κοπριά;»
Κι έφυγε, αφήνοντας πίσω του μια βρωμερή πατημασιά.

Έτσι η Βάγια και η Τούλα με θλίψη και πόνο στην καρδιά,
κατάλαβαν πόσο δίκιο είχε η Κίρκη τα χρόνια εκείνα τα παλιά

Και χέρι χέρι έφυγαν απ’το μεγάλο εμπορικό,
με όρκο βαρύ να μην ξαναγαπήσουν κανένα πια αρσενικό.

Και μόνες τους χόρεψαν υπό το φως του φεγγαριού,
χόρεψαν,
χόρεψαν,
χόρεψαν υπό το φως του φεγγαριού.

0 σχόλια:

Post a Comment