Pages

24.1.11

Μια φορά και έναν καιρό στη χώρα των Ντινγκ Ντονγκ (by Jessica Chrysopsaraki)

Μια φορά και έναν καιρό, πριν από πολύ καιρό, σε ένα σπίτι ζούσε μια οικογένεια. Ο πατέρας ήταν μυλωνάς και η μητέρα φρόντιζε το σπίτι ώστε να μη λείπει τίποτα στον άντρα της και τα τρία τους παιδιά. Όλοι βοηθούσαν στο μύλο και όλοι βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού και ζούσαν ευτυχισμένοι.
Μια μέρα άκουσαν ένα θόρυβο στην αυλή και βγήκαν ανήσυχοι να δουν τι είναι. Και τι να δουν, μα μια μικρή γάτα. Τόσο μικρή που τα μάτια της ήταν ακόμα κλειστά. «Φέρ’ την μέσα στο σπίτι Μαρία» φώναξε η μητέρα στην μικρή της κόρη. «Γιώργο, πήγαινε να αρμέξεις λίγο γάλα από την αγελάδα, για να το ταΐσουμε, πετσί και κόκαλο είναι το καημένο». Και εδώ ξεκινάει η ιστορία. Και δεν είναι μια ιστορία για την οικογένεια του μυλωνά, αλλά μια ιστορία για μια Γατούλα και έναν Γκιώνη.
Η γατούλα μεγάλωσε μέσα στο σπίτι και δεν της έλειπε τίποτα! Κάθε πρωί είχε γάλα σε ένα πορσελάνινο πιατάκι, αγορασμένο ειδικά για αυτό το σκοπό, το οποίο η μητέρα ζέσταινε στο τζάκι πριν της το δώσει. Είχε μια βελούδινη μαξιλάρα στην οποία κοιμόταν τα ζεστά μεσημέρια και ένα καλαθάκι μπροστά στο τζάκι, για τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Αλλά κάθε τόσο πήγαινε στο παράθυρο του σπιτιού και κοιτούσε έξω• τον ουρανό, τη βροχή, τα μυρμήγκια, τα τζιτζίκια, τα λουλούδια, το χορτάρι – τα κοιτούσε και με όλη της τη ψυχή ευχόταν να μπορούσε να γίνει και αυτή ένα κομμάτι του πάζλ, να παίξει τον ρόλο της στη Ζωή της, η οποία οπωσδήποτε πρέπει να ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό που ζούσε τώρα.
Μεγάλωσε η γατούλα και πλέον ήταν μια μικρή κυρία• της είχαν φορέσει ένα περιδέραιο με ημιπολύτιμους λίθους, αγορασμένους από το παζάρι όπου της είχαν αγοράσει και ένα κοκάλινο χτενάκι για να τη χτενίζουν και να είναι πάντα λαμπερή η γούνα της• ο πατέρας κάθε μέρα κυνηγούσε και ένα από τα πουλιά ήταν πάντα για τη μικρή γατούλα. Και στο σημείο αυτό της ιστορίας, συνέβη κάτι, ίσως ειρωνικό αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για μια γάτα –αλλά ποιά ιστορία δεν εμπεριέχει και μια δόση ειρωνείας;– ερωτεύτηκε• και μάλιστα έναν γκιώνη!
Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά. Ήταν ένα παγωμένο απόγευμα, η βροχή έπεφτε και κάθε σταγόνα λαμπύριζε στο φώς του ηλίου που έδυε στον ορίζοντα. Οι σταγόνες στην αρχή ήταν κίτρινες και φωτεινές και καθώς προχωρούσε η δύση, άρχισαν να κοκκινίζουν και να λαμπυρίσουν σαν ρουμπίνια. Το πράσινο χορτάρι άρχισε να σκουραίνει και τα δέντρα έγιναν σκιές. Και μέσα σε αυτό το τοπίο, εμφανίστηκε στο παράθυρο που καθόταν η γατούλα ένα γκιώνης! Είδε τα λαμπερά κίτρινα μάτια του, και νόμιζε πως ήταν δυο σφαίρες από κεχριμπάρι, αλλά μετά είδε την κομψή του μύτη, τα λαμπερά του φτερά και το χρυσό του περιδέραιο. Νιαούρισε και τότε βγήκε μια φωνή:
«Ω κομψό μου πετεινό, έλα πάρε με από δώ!»
Ο Γκιώνης κατάλαβε τη φωνή, αφού όπως είναι γνωστό σε όλους, τα ζώα καταλαβαίνουν το ένα το άλλο, και όποιος νομίζει ότι δεν μιλάνε, απλώς δεν έχει τη σωστή πληροφόρηση, και άρχισε αμέσως να καταστρώνει ένα σχέδιο για να μπορέσει να είναι με την όμορφη γατούλα. Επέστρεφε κάθε βράδυ για πολύ καιρό περιμένοντας τη στιγμή του. Και κάθε βράδυ συζητούσαν για ώρες, της μιλούσε για τα ταξίδια του και εκείνη του μιλούσε για τη ζωή στο σπίτι. Ένα βράδυ ο Γκιώνης αποφάσισε ότι η στιγμή ήταν ή τώρα ή ποτέ! Τα παράθυρα ήταν όλα κλειστά και η οικογένεια είχε πάει για ύπνο. Το τζάκι σιγοκαιγε ακόμα, αλλά ήλπισε να μην καίει τόσο ώστε να μην μπορεί να μπει στο σπίτι από την καμινάδα. Και με το θάρρος που μόνο ο έρωτας εμπνέει, ο Γκιώνης πέταξε μέσα στην καμινάδα, για να βρει τη Γατούλα του.
Μόλις τον είδε μπροστά της, ένιωσε να την πλημμυρίζει ευτυχία!
«Μα αγαπημένε μου Γκιώνη, πως θα ζήσουμε μαζί;
Ένα πτηνό και μια γάτα, δεν έχει ξανακουστεί!»
Ο Γκιώνης τότε της είπε ότι στα ταξίδια του, είχε ακούσει για ένα μαγικό μέρος, ένα μέρος όπου όλα γίνονται και όπου και η πιο τρελή σου επιθυμία γίνεται πραγματικότητα. Θα ανέβαινε στην πλάτη του, θα έβγαιναν από την καμινάδα και θα ταξίδευαν χωρίς σταματημό μέχρι να βρουν το μέρος αυτό. «Θα κουραστώ όμως αν πρέπει να κρατιέμαι από τα φτερά σου και θα κουραστείς και εσύ από το βάρος μου». «Αν υπάρχει θέληση, υπάρχει και λύση», απάντησε ο Γκιώνης. Και ανέβηκε στη ράχη του και ξεκίνησαν για τη μεγάλη τους περιπέτεια. Γιατί όλοι ανεξαιρέτως ζούμε κάποια στιγμή μια μεγάλη περιπέτεια. Αρκεί να έχουμε το θάρρος να επιβιβαστούμε στο πλοίο που σαλπάρει. Και –μα τι ειρωνεία!- έτσι συνεχίζει και η ιστορία• με ένα πλοίο, ή μάλλον να ακριβολογούμε με μια βάρκα. Αλλά πάλι προτρέχω και σας μαρτυρώ τη συνέχεια!
Η φωτιά είχε σταματήσει να σιγοκαίει πια και πέταξαν μέσα από την καμινάδα, στο σούρουπο. Για πρώτη φορά η γατούλα βγήκε στον κόσμο, και αυτό που είδε δεν την απογοήτευσε διόλου – ο ήλιος είχε πέσει πια στον ορίζοντα αλλά το λυκόφως έκανε όλη τη φύση να μοιάζει με ένα θέατρο σκιών. Αντίκρισε για πρώτη φορά τη θάλασσα, σκοτεινή, αλλά τόσο ήρεμη αυτή τη νύχτα! Ο Γκιώνης φτερούγισε ευτυχισμένος έχοντας βρει επιτέλους το άλλο του μισό! Και εκεί μέσα στη νύχτα με θεατές τα λαμπερά αστέρια, τραγούδησε μέσα από την ψυχή του, για τον έρωτά του, τη Γατούλα:
«Γατούλα Χαρά μου, Γατούλα μικρή μου,
Είσαι η καρδιά μου, και όλη η ζωή μου,
Καρδιά μου, Ζωή μου!
Γατούλα μου, ψυχή μου!»
Η Γατούλα δεν είχε ξανακούσει τόσο τρυφερό τραγούδι –και εδώ να πούμε ότι ο Γκιώνης δεν είχε ξανατραγουδήσει τόσο ερωτικό τραγούδι– και αυθόρμητα του τραγούδησε και αυτή, υμνώντας τη φωνή του, το κομψό του παρουσιαστικό και την αγάπη που ένιωθε.
Είδαν τότε αραγμένο στο λιμανάκι ένα μοναχικό πράσινο βαρκάκι, πράσινο σαν το μπιζέλι που μαγείρευε τα μεσημέρια η γυναίκα του Μυλωνά για να συνοδεύει το φαγητό της οικογένειας, και προσγειώθηκαν πάνω του. «Έτσι θα ταξιδέψουμε ξεκούραστα, για όσο καιρό χρειαστεί μέχρι να βρούμε τη γη που ψάχνουμε» είπε ο Γκιώνης και με τη φτερούγα του –γιατί ο έρωτας μας βοηθάει να κάνουμε τα πιο απίστευτα πράγματα– έπιασε το κουπί και άρχισε το ταξίδι τους στη θάλασσα.
Πέρασαν από νησιά, ερήμους, στέπες, μεγαλουπόλεις, μικρά γραφικά χωριουδάκια και η Γατούλα επιτέλους είδε τον κόσμο να ξεδιπλώνεται, σε όλο του το μεγαλείο. Κάθε τόσο ανέβαινε στη ράχη του και έβλεπαν τα πάντα από ψηλά• τότε ο κόσμος ξεδιπλωνόταν ακόμα πιο όμορφα από κάτω τους. Ταξίδεψαν σχεδόν ένα χρόνο, μέχρι που έφτασαν σε μια χώρα• «Σίγουρα αυτή είναι η χώρα για την οποία τόσα τραγούδια έχουν βγει και τα όνειρα βγαίνουν αληθινά», αναφώνησε ο Γκιώνης. Η χώρα ήταν κατάλευκη και γεμάτη με περίεργους «Γκιώνηδες», οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους πιγκουΐνους. «Σίγουρα είμαστε στο σωστό μέρος!» γουργούρισε ευτυχισμένη η Γατούλα. Όμως, οι πιγκουΐνοι δεν έδειχναν να καταλαβαίνουν τον Γκιώνη και τη Γατούλα, «Έρωτας; Μαγικά; Όνειρα;…» Μόνο ένας ερωτευμένος θα καταλάβαινε την πίστη με την οποία ταξιδεύει κανείς χωρίς να ξέρει τον προορισμό, με μοναδική πυξίδα την ελπίδα να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Τότε, καθώς προχωρούσαν στο παγωμένο τοπίο συνάντησαν μια τεράστια λευκή αρκούδα. «Περίεργο» είπε ο Γκιώνης στη Γατούλα, «δεν ήξερα ότι βγαίνουν και σε τέτοιο χρώμα…». Σίγουρα θα είναι μαγική, σκέφτηκαν και οι δύο και την πλησίασαν με σταθερό βήμα.
«Όμορφη αρκουδίτσα, αν σου δώσω μια λιρίτσα,
θα μου πεις τι είν’ αυτό το μέρος; Σίγουρα προκαλεί δέος,
αλλά εμείς ψάχνουμε τη χώρα, όπου θαύματα γίνονται πληθώρα!»
Η αρκούδα τότε τους εξήγησε ότι είναι στον Βόρειο Πόλο και ναι, είναι ένα μέρος όπου πολλά θαύματα συμβαίνουν, αλλά ωστόσο όχι τα θαύματα που θέλουν! Τότε τους έδειξε το Βόρειο Σέλας, τη πράσινη λάμψη στον Ουρανό που δεν είχαν δει πουθενά αλλού, και ο Γκιώνης και η Γατούλα έκατσαν στο Βόρειο Πόλο 30 μέρες για να θαυμάσουν τις ομορφιές του. Η αρκούδα τους μίλησε για το θαυμαστό μέρος που έψαχναν και τους εξήγησε τι να ψάξουν για να το βρούν.
«Είναι ένα νησί, μια χώρα μακρινή,
εκεί φυτρώνει ένα δέντρο, μοιάζει λίγο με τον κέδρο,
αλλά έχει πολύχρωμα κλαδιά, και όμορφα φύλλα πολλά,
τα φύλλα είναι κόκκινα, κίτρινα και μωβ και το δέντρο αυτό το λένε ντινγκ ντόνγκ».
Και την τριακοστή ημέρα, αποχαιρέτισαν την πολική αρκούδα (αυτό ήταν το όνομά της, την έλεγαν «Πολική») και ξεκίνησαν πάλι την αναζήτηση του Θαύματος.
Ταξίδευαν αυθημερόν, για άλλον ένα μήνα, μέχρι που είδαν ένα νησί στον ορίζοντα, με δέντρα• και τα δέντρα είχαν πολύχρωμα κλαδιά και κόκκινα, κίτρινα, μωβ φύλλα. «Σίγουρα αυτό είναι το μέρος, το μέρος που η άνοιξη πάντα γιορτάζει και τα όνειρα γίνονται αληθινά!» νιαούρισε η γατούλα χαρούμενα, σχεδόν τραγουδιστά. Ο Γκιώνης και η γατούλα μετά από ένα χρόνο –και μια μέρα για να ακριβολογούμε– είχαν φτάσει στη χώρα των ντινγκ ντονγκ.
Προσάραξαν στην παραλία και εκεί σε ένα βράχο βρήκαν σκαλιστές τις οδηγίες.
ΑΝ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΑΣ ΕΊΝΑΙ ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙΤΕ ΕΝΑΝ ΠΡΙΓΚΗΠΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΒΑΤΡΑΧΟ
ΑΝ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΒΡΕΙΤΕ ΤΗΝ ΚΟΤΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΑΥΓΑ
ΑΝ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΦΙΔΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΠΛΕ ΒΟΥΛΕΣ
ΑΝ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΕΤΕ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ, ΒΡΕΙΤΕ ΤΗΝ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ
ΑΝ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΖΗΣΕΤΕ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΤΕ ΒΡΕΙΤΕ ΤΗ ΓΑΛΟΠΟΥΛΑ

«Πρέπει να βρούμε τη Γαλοπούλα, αγαπημένο μου πτηνό,
ελπίζω να καταλάβει και να δει πόσο σ’αγαπώ!»
Και ξεκίνησαν μέσα στο δάσος να ψάχνουν για τη Γαλοπούλα. Αφού περπάτησαν ώρες πολλές, παρατήρησαν διάφορα ζώα να εξαφανίζονται μέσα στα δέντρα. Και τι να δουν• μα, τα δέντρα είχαν κουφάλες και μέσα στις κουφάλες, σε αναπαυτικές μαξιλάρες καθόντουσαν αηδονάκια! Μπροστά τους υπήρχε ένα χαλί. Όλα φάνταζαν πολύ περίεργα στα μάτια του Γκιώνη και της Γατούλας, αλλά αποφάσισαν να μην είναι αγενής και περίμεναν να δουν κάποιο ζώο να μπαίνει σε μια από τις κουφάλες, για να παρατηρήσουν το πρέπον πρωτόκολλο• ποτέ δεν πρέπει να εισβάλει κανείς στο χώρο κάποιου άλλου χωρίς το πρέπον πρωτόκολλο. Η ευκαιρία για παρατήρηση παρουσιάστηκε μέχρι να πουν «ντινγκ ντονγκ», αφού η κίνηση ήταν αυξημένη εκείνη τη μέρα στο δάσος – και μάλλον πάντα θα ήταν αυξημένη, αυτό όμως δεν μπορούμε να το πούμε με σιγουριά, αφού εκείνη την ημέρα βρεθήκαμε εκεί και καμία άλλη. Ένας παπουτσωμένος λαγός με ταγιέρ μπήκε στην κουφάλα, αφού έβγαλε τα παπούτσια του μπροστά από το δέντρο σε ένδειξη ευλάβειας και γονάτισε στο χαλί.
«Αγαπημένο αηδόνι, θέλω λεφτά πολλά,
πού θα βρω την κότα με τα χρυσά αυγά;»
Και τότε το αηδόνι τραγούδησε:
«Μικρό μου λαγουδάκι, πρώτα να βρεις καλαμποκάκι,
θα δέσεις μια μαντήλα, σε μια βουκαμβίλια,
και μετά θα δεις το αστέρι, θα φυσήξει το αγέρι,
θα σου δείξει που να πας, θα βρεις τη κότα που ζητάς,
θα της δώσεις καλαμπόκι και θα σου πει το ξόρκι,
θα κάνεις ότι θα σου πει και θα γίνεις πλούσιος πολύ!
Πρόσεξε όμως τους κανόνες πολύ, είναι απαράβατοι και αυστηροί».
Έφυγε ο λαγός χοροπηδώντας, αφού βεβαίως ξαναέβαλε τα παπούτσια του. Γιατί, τι παπουτσωμένος λαγός θα ήταν χωρίς παπούτσια; Και το όνειρό του δεν ήταν μόνο να γίνει πλούσιος, αλλά και γνωστός ως «ο πλούσιος παπουτσωμένος λαγός». Γιατί εξάλλου, όπως έλεγε στον εαυτό του, τι νόημα είχε να είσαι πλούσιος, αν δεν φαίνεται στα παπούτσια σου;
Ο Γκιώνης τότε άρπαξε τη γατούλα και μπήκαν στην κουφάλα. Ακολουθώντας κατά γράμμα το πρωτόκολλο που τους είχε υποδείξει –σίγουρά άθελά του γιατί ήταν και πολύ εγωιστής, εγωκεντρικός και εαυτούλης– ο λαγός, γονάτισαν στο χαλί και είπαν με μία φωνή:
«Αγαπημένο αηδόνι, θέλουμε να παντρευτούμε,
τη γαλοπούλα όμως, πες μας, που θα βρούμε;»
«Αγαπημένο μου πτηνό, αγάπησες μια γάτα, Γατούλα όμορφη αγάπησες ένα πτηνό, νομίζω ότι αυτό είναι αρκετό• σίγουρα όμως θα χρειαστείτε, δαχτυλίδι για να παντρευτείτε.
Η Γαλοπούλα είναι αυστηρή, πρέπει να πάτε με βέρα χρυσή,
θα τη βρείτε σε ένα Γουρουνάκι, πρέπει όμως να του πάτε ένα άσπρο περουκάκι,
θα το βρείτε από ένα πουλί που ζει λίγο πιο κει,
είναι όμως πειρατής και θα θέλει ρούμι μεσημερίς,
ρούμι θα βρείτε από την θαλάσσια χελώνα, τη μεγάλη, που τώρα είναι λεχώνα,
μπορεί να σου ζητήσει το περιδέραιο, και θα της το δώσεις μαζί με αιθέριο έλαιο,
το λάδι το μυρωδάτο, θα το βρείτε από τον γάτο.
Προσέξτε όμως τους κανόνες πολύ, είναι απαράβατοι και αυστηροί».
Και έτσι ξεκίνησαν να βρουν το Γάτο. «Γατούλα μου, εσύ αν έμενες εδώ που θα άραζες, σε μέρος φωτεινό;» Η Γατούλα σκέφτηκε, το σκέφτηκε καλά, και αποφάσισε ότι θα άραζε σε μια μυρμηγκοφωλιά. Είδαν τα μυρμήγκια στο χώμα, να δουλεύουν πυρετωδώς και ως συνήθως ούτε καν πρόσεξαν τους δυο κατασκόπους, που ακολουθώντας τους βρήκαν τη φωλιά τους και εκεί αραγμένο έναν Γάτο χοντρό και αλλοπαρμένο. Ρώτησαν τον Γάτο αν είχε λάδι μυρωδάτο, έπρεπε να το πάνε στη χελώνα τη λεχώνα, για να τους δώσει ρούμι, για να το πάνε στο πουλί τον πειρατή, για να τους δώσει ένα περουκάκι για να το πάνε στο Γουρουνάκι, για να του δώσει μια βέρα χρυσή για τη Γαλοπούλα που ήταν αυστηρή. Ούφ!!! Αφού λοιπόν τα είπαν όοοοολα αυτά στον Γάτο, αυτός νιαούρισε βαριεστημένα, κοίταξε λίγο λοξά τη Γατούλα που ήθελε έναν Γκιώνη, αλλά εντέλει ήταν πολύ τεμπέλης για να ασχοληθεί περεταίρω με το ζήτημα και ζήτησε από το Ποντικάκι –εδώ να πούμε ότι ο Γάτος είχε πάει στην διεύθυνση ΑΝ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΕΝΑ ΠΟΝΤΙΚΑΚΙ ΥΠΗΡΕΤΗ ΣΑΣ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΣΚΥΛΟ ΜΕ ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΑΥΛΟ– να φέρει το αρωματικό λάδι.
Ευτυχισμένοι που είχαν κάνει το πρώτο βήμα, έτρεξαν στην παραλία για να βρουν τη λεχώνα τη χελώνα. Βρήκαν μια μεγάλη τρύπα και φυσικά ήταν εκεί κοντά. Μύρισε το λάδι αμέσως –γιατί όπως είναι ευρέως γνωστό, όπως οι λεχώνες γυναίκες μυρίζουν διάφορα περίεργα φαγητά, η λεχώνα χελώνα μυρίζει διάφορα αρωματικά– και τους πλησίασε για να δει τι θέλουν. Τότε της εξήγησαν ότι θα της έδιναν το περιδέραιο και το λάδι το μυρωδάτο, για να τους δώσει ρούμι, για να το πάνε στο πουλί τον πειρατή, για να τους δώσει ένα περουκάκι για να το πάνε στο Γουρουνάκι, για να του δώσει μια βέρα χρυσή για τη Γαλοπούλα που ήταν αυστηρή. Ούφ!!! Η χελώνα έδειξε βαριεστημένη με την ιστορία τους, ωστόσο ενθουσιασμένη με την προσφορά και τους έδειξε που έκρυβε το ρούμι που είχε ξεβράσει κάποτε που ναυάγησε ένα πειρατικό καράβι κοντά στο νησί και εκείνη ήταν πολύ προνοητική και έξυπνη και το μάζεψε και το έκρυψε σε κρυψώνα μυστική και έτσι είχε φτιάξει την προίκα της και κατάφερε να παντρευτεί τον πιο όμορφο από τους θαλάσσιους χελώνους («υπάρχει αυτή η λέξη, χελώνος;» αναρωτήθηκε η Γατούλα• αλλά ήταν όλα τόσο παράξενα εδώ που αποφάσισε ότι δεν είχε νόημα να αναρωτιέται για τέτοια πράγματα, εξάλλου ήταν το μέρος που γίνονται όλα τα όνειρα πραγματικότητα) και συνέχισε να μιλάει πολύ ώρα η θαλάσσια χελώνα η λεχώνα, γιατί ήταν πολύ περήφανη για ότι είχε καταφέρει και για να είμαστε ειλικρινείς, δεν την πολύ-ένοιζαν οι άλλοι, εκτός και αν μιλούσαν για εκείνη – ναι, όταν η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από αυτήν όλα ήταν ενδιαφέροντα. Όταν λοιπόν σταμάτησε να μιλάει – γιατί ήταν ευγενικά πλάσματα ο Γκιώνης και η Γατούλα και ποτέ, μα ποτέ! δεν θα διέκοπταν κάποιον την ώρα που περιαυτολογεί… χμχμ, συγνώμη ήθελα να πω μιλάει– την αποχαιρέτισαν και πήγαν να βρουν το πουλί τον πειρατή.
«Αν ήμουν πειρατής», είπε ο Γκιώνης με το ύφος που μόνο ένα αρσενικό (οποιουδήποτε είδους) μπορεί να μιλήσει για την υποθετική κατάσταση όπου θα ήταν πειρατής, «σίγουρα θα καθόμουν στο κλαδί ενός δέντρου που θα έβλεπε προς τη θάλασσα. Για να μπορώ να βλέπω τα καράβια στα ανοιχτά». Άρχισαν να ψάχνουν ένα-ένα όλα τα δέντρα στην ακτή και κάποια στιγμή είδαν ένα μαύρο πουλί, με ένα καπέλο με ένα φτερό και ένα προστατευτικό κάλυμμα ματιού. Σήκωσε το κάλυμμα και τους κοίταξε αυστηρά και με τα δύο μάτια του. Τότε του εξήγησαν ότι του έφεραν ρούμι για να τους δώσει ένα περουκάκι για να το πάνε στο Γουρουνάκι, για να του δώσει μια βέρα χρυσή για τη Γαλοπούλα που ήταν αυστηρή. Ούφ!!! Ρούμι;! Φάνηκε να ξεχνάει όλα τα άλλα, ξαναέβαλε το κάλυμμα στο μάτι και ενώ άπλωσε το ένα του φτερό για να πάρει το αγαπημένο του το ρούμι, άπλωσε και το άλλο για να τους δείξει που θα σκάψουν για να βρουν το περουκάκι. Μέχρι να σκάψουν και να το βρουν, δηλαδή μέχρι να πουν «ντορεμιφασολασιντο», το πουλί ο πειρατής –μεταξύ μας έπρεπε να λέγεται το πουλί ο μπεκρής, αφού ούτως ή άλλως, ποτέ δεν είχε επιτεθεί σε κάποιο καράβι, αλλά έτσι είναι αυτά τα παρατσούκλια, σου κολλάνε και μετά κανείς δεν τα αμφισβητεί– τραγουδούσε πειρατικά τραγούδια ευτυχισμένος και λίγο μεθυσμένος και έτσι, ο Γκιώνης και η Γατούλα συνέχισαν για να βρούνε το Γουρουνάκι.
«Μμμμμμ, μάλλον θα πρέπει να ψάξουμε για έναν βάλτο, έχω ακούσει ότι τα γουρούνια αγαπούν τη λάσπη. Όπως εγώ αγαπώ εσένα γατούλα μου» πρόσθεσε τρυφερά ο Γκιώνης. Έψαξαν για καμιά ώρα μέχρι που η γατούλα πάτησε σε κάτι γλιτσερό. Ωχ, λάσπη στην πανέμορφη γούνα της, αλλά αυτό σήμαινε ότι εκεί κοντά πρέπει να ήταν το γουρουνάκι – θα του έδιναν το περουκάκι, θα έπαιρναν τη βέρα τη χρύση θα πήγαιναν στη Γαλοπούλα που ήταν αυστηρή! Μόλις είδε το περουκάκι, το μικρό το Γουρουνάκι, ήταν πολύ χαρούμενο, γιατί αυτός είχε πάει στη διεύθυνση ΑΝ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΒΡΕΘΕΙΤΕ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΛΟΡΔΩΝ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΛΑΓΟ και του άρεσε να πηγαίνει σε κάθε συνάντηση με μια καινούργια περούκα, γιατί αυτός άλλωστε δεν είναι και ο μόνος τρόπος για να ξέρουν οι άλλοι ότι είσαι μέλος της βουλής των λόρδων; Και τι σημασία είχε αυτή η τιμή, αν όχι το να ξέρουν οι άλλοι πόσο σημαντικός είσαι;! Είχε δεκάδες χρυσούς κρίκους στο αυτί του, από την εποχή που ήταν πειρατής –πραγματικός όχι σαν το πουλί τον πειρατή, αλλά φυσικά από τότε που έγινε Λόρδος κανείς δεν τολμούσε να του το θυμίσει– και τους χάρισε αμέσως έναν και έφυγε ευτυχισμένος για τη Βουλή με την καινούργια του περούκα. Επιτέλους είχαν την πολυπόθητη βέρα τη χρυσή και μπορούσαν να πάνε στην Γαλοπούλα που ήταν αυστηρή.
Η Γαλοπούλα ζούσε στο λόφο, ψηλά στην κορυφή και ήταν όντως πολύ αυστηρή.
«Για να ζήσετε μαζί πρέπει να έχετε πρώτα παντρευτεί,
για δείξτε μου τη βέρα τη χρυσή;!»
Της έδειξαν τη χρυσή βέρα και τότε το πιο περίεργο πράγμα συνέβη: ένιωσαν να εξαφανίζονται, ο Γκιώνης ένιωσε τα φτερά του να αλλάζουν σχήμα και η γατούλα τη μουσούδα της. Άρχισε να βρέχει χρυσόσκονη γύρω τους και ένιωσαν να στροβιλίζονται σε μια δίνη ευτυχισμένων συναισθημάτων, μαγείας, ονείρων και τέλος θάλασσας και όταν άνοιξαν τα μάτια τους ήταν και οι δύο δελφίνια! Και χόρεψαν νυφικό χορό μέσα στης θάλασσας το βυθό και έκαναν νυφικό τσιμπούσι τρώγοντας φρέσκο σούσι, και έβλεπαν το φεγγάρι τόσο λαμπερό και ήξεραν ότι το όνειρό τους είχε βγει αληθινό. Και αν ποτέ δείτε ένα δελφίνι με κεχριμπαρένια μάτια, να ξέρετε ότι είναι ο Γκιώνης που έκανε τα αδύνατα δυνατά, πέταξε μακριά και πάλεψε για να ζήσει για πάντα με την αγαπημένη του γατούλα.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς Καλύτερα!

0 σχόλια:

Post a Comment