Pages

23.1.11

Με τον τρόπο του Στιγκ Λάρσον (Νάντια Πούλου)


The Owl And The Pussycat
Διασκευή με τον τρόπο ενός θρίλερ για εφηβικό (και όχι μόνο) κοινό


“Ο αξιωματικός υπηρεσίας θα σας δει σε λίγο.”

Ο Ζεντ ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του και η φωνή της νεαρής υπαστυνόμου τον έκανε να αναπηδήσει από τη θέση του. Ίσα που κατάφερε να θυμηθεί τους καλούς του τρόπους. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και προσπάθησε της χαμογελάσει, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά στην αίθουσα αναμονής έσφιγγε τα δόντια του με τέτοια δύναμη, που το σαγόνι του είχε μουδιάσει. Δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς κι ο δικός της τόνος δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε ευγενικός.

Τον πείραζε όμως το γεγονός ότι είχε αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία του. Ποιος, εκείνος που όλοι όσοι τον ήξεραν, τον είχαν για τον πιο κουλ κι ατάραχο τύπο του πλανήτη... Αλλά  βέβαια, στο διαδίκτυο μπορείς να είσαι πάντα κουλ. Ενώ όταν περιμένεις να μιλήσεις με τον πιο διεφθαρμένο ίσως αστυνομικό του Άμστερνταμ και το κάνεις στα δικά του χωράφια, τα πράγματα είναι αλλιώς. Εξάλλου, εκεί είχε πάει ως Ζεντ Πόλακ. Στο διαδίκτυο κανένας μα κανένας δε γνώριζε ότι αυτό το όνομα ήταν τυπωμένο στο διαβατήριό του και ότι μ’ αυτό ζούσε την ήσυχη ζωή ενός υπαλλήλου αποθήκης στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη. Κι ούτε έπρεπε να το μάθει.

Στο διαδίκτυο, όλοι τον ήξεραν σαν “Κουκουβάγια”. Ένα παρατσούκλι που ταίριαζε γάντι με τις αϋπνίες που τον βασάνιζαν, τότε που καθόταν με τις ώρες μπροστά στην οθόνη και μεγαλουργούσε μ’ έναν τρόπο που ποτέ δεν θα κατάφερνε στην πραγματική του ζωή. Στο διαδίκτυο τουλάχιστον, το ταλέντο του ήταν αναγνωρισμένο. Στην ιδιότυπη ιεραρχία των χάκερ, είχε μια περίοπτη θέση. Όταν σε κάποιο από τα καλά προφυλαγμένα τσατ-ρουμ εμφανιζόταν το όνομα “κουκουβάγια”, όλοι φρόντιζαν να δείξουν το σεβασμό τους.

Σήμερα όμως ήταν μια μέρα εκτός δουλειάς -και της νυχτερινής, αλλά και της πρωινής απ’ όπου είχε φροντίσει να πάρει άδεια. Σήμερα ήταν η μέρα που θα ολοκληρωνόταν το πλάνο το οποίο με τόσο κόπο είχε καταστρώσει.... είχαν καταστρώσει. Σήμερα ήταν η μέρα της Γατούλας.

Ακόμα δεν του είχε περάσει το τζετ λαγκ, έστω κι αν η διαφορά ώρας με το Ιράν δεν ήταν και τεράστια. Αλλά για κάποιον με προβλήματα ύπνου, ο οποίος σπάνια το κουνάει από το γραφείο του, δύο ταξίδια σε κάτι λιγότερο από πέντε μέρες δεν γινόταν να μην αφήσουν το ίχνος τους. Η υπνηλία του μεγάλωνε ώρα με την ώρα. Ίσως έφταιγε και το γεγονός ότι σ’ ετούτο το αστυνομικό τμήμα η θέρμανση ήταν ρυθμισμένη για επίπεδα Σιβηρίας. Εντάξει, είχε κρύο εκείνον τον χειμώνα στο Άμστερνταμ, αλλά όχι και τόσο.

Ίσως να έφταιγε και η αναμονή στην Κωνσταντινούπολη, εκεί που άλλαξε αεροπλάνο. Μόνος του στο πήγαινε, μαζί της στην επιστροφή. Ίσως όμως η ένταση που τον είχε κατακλύσει να ήταν απλά το κατάλοιπο από τις λίγες ώρες που είχε μείνει στην Τεχεράνη. Μια πόλη που δεν θα μπορούσε να πει στ’ αλήθεια ότι την είχε επισκεφτεί, μια και έμεινε αποκλειστικά στο χώρο του αεροδρομίου. Στο “χώρο ελέγχου μεταναστών” συγκεκριμένα.

Εκεί τον περίμενε η Γατούλα, αλλά με το καινούριο όνομα που έγραφε το διαβατήριό της: Σαντίγια ελ Χαντάντ. Αν οι αστυνομικοί δεν έπρεπε να μάθουν μια φορά ότι εκείνος ήταν ο χάκερ “Κουκουβάγια”, για την Σαντίγια κάτι τέτοιο ίσχυε χίλιες φορές παραπάνω. Γιατί αν εκείνος το πολύ πολύ να ενοχλούσε καμιά τράπεζα και να έβγαζε στη φόρα τα άπλυτα κάποιου υπουργείου, η Γατούλα είχε στα χέρια της τους κωδικούς του μυστικού πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.

Όχι ότι η ασφάλεια του προγράμματος ήταν η καλύτερη δυνατή - στο παρελθόν η Γατούλα τα είχε βάλει με πιο ζόρικα firewalls. Αλλά ήταν αρκετή για τους ηλεκτρονικούς ρουφιάνους του συστήματος να ανακαλύψουν μετά από λίγες μέρες ότι κάποιος είχε χώσει τη μύτη του εκεί που δεν έπρεπε και να ειδοποιήσουν τις αρχές. Η Γατούλα το ήξερε, τής το έλεγαν καθημερινά τα συστήματα που παρακολουθούσε: ήταν στα ίχνη της και δε θα περνούσε πολύς καιρός πριν την ανακαλύψουν.

Έπρεπε να δράσουν γρήγορα. Η Σαντίγια δεν έπρεπε να μείνει λεπτό στο Ιράν. Για τον Ζεντ ήταν θέμα αρχής να καταστρώσει το σχέδιο απόδρασης κι όχι μόνο επειδή η Γατούλα ήταν η καλύτερη δικτυακή του φίλη. Ούτε γιατί την είχε βοηθήσει στο σπάσιμο των κωδικών. Αλλά γιατί ο Ζεντ μισούσε πολλά πράγματα και πάνω απ’ όλα τις κυβερνήσεις που είχαν κάτι να κρύψουν -και που πάνω απ’ όλα έστελναν τους πληρωμένους δολοφόνους τους στο κατόπι όσων δε συμφωνούσαν μ’ αυτό.

Τους πήρε λίγες μέρες, αλλά ήξεραν κι οι δυο τους πολύ καλά πώς να παρακάμπτουν τα εμπόδια της γραφειοκρατίας. Τα πράγματα δυσκόλευε το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η Ολλανδία είχε γίνει μια χώρα που φοβόταν τους μετανάστες και χιλιάδες δημοσίων υπαλλήλων δούλευαν μέρα νύχτα για να τους εμποδίσουν να μπουν ή να μείνουν στη χώρα.

Τα πράγματα γινόταν απείρως πιο εύκολα όταν κάποιος με Ολλανδικό διαβατήριο, όπως ο Ζεντ, αποφάσιζε να παντρευτεί κάποια “αλλοδαπή”, σύμφωνα με την άθλια λέξη που εκείνοι οι βρωμιάρηδες της κυβέρνησης δεν έβγαζαν από το στόμα τους. Πάνω εκεί βασίστηκε το σχέδιό τους. Κάποιοι θα το ονόμαζαν “εικονικό γάμο”. Για εκείνους ήταν ένα μονοπάτι για λίγη παραπάνω ελευθερία.

Ευτυχώς οι υπηρεσίες μετανάστευσης δεν είχαν φροντίσει τόσο πολύ για την ασφάλεια των συστημάτων τους, όσο οι Ιρανοί αξιωματικοί για το πυρηνικό τους πρόγραμμα. Ήταν πανεύκολο να μπεις στα συστήματά τους και να βάλεις τα σωστά δεδομένα. Εκείνα που έπεισαν τέσσερις καχύποπτους υπαλλήλους στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης κι επέστρεψαν στη Σαντίγια -όπως από εδώ και στο εξής θα ονομαζόταν η Γατούλα- να φύγει με το Ζεντ για το Άμστερνταμ.

Είχε φροντίσει να φορτώσει μια πιστωτική κάρτα μ’ ένα αξιοπρεπές ποσό από έναν εικονικό λογαριασμό- κι όλα αυτά του κόστισαν μια νύχτα δουλειάς και πέντε ευρώ. Τόσο του ζήτησε εκείνος ο τύπος στην πλατεία Βατερλώ για την πλαστή κάρτα που του πούλησε. Κι έτσι ο Ζεντ κατάφερε να πληρώσει τα εισιτήριά τους.

Θα πήγαινε ο ίδιος να την πάρει, ακόμα κι αν το σύστημα δεν έθετε κάτι τέτοιο ως μία από τις προϋποθέσεις του. Όπως εκείνη που απαιτούσε να υπάρχει και μια επίσημη, δημόσια μαρτυρία για την πρόταση γάμου. Κι αυτή όμως την είχαν: στο τέλος μιας ιντερνετικής διάλεξης που είχε δώσει ο Ζεντ σε μια κοινότητα προγραμματιστών ανοιχτού κώδικα,  συνδέθηκε ζωντανά με Τεχεράνη κι έκανε πρόταση γάμου στην Σαντίγια για ν’ ακούσουν όλοι το πολυπόθητο (και προσυμφωνημένο) ‘ναι’. Εντάξει, δεν ήταν το ίδιο με μια Κουκουβάγια να τραγουδάει στη Γατούλα λόγια αγάπης γρατζουνώντας μια κιθάρα κάτω από τ’ αστέρια, αλλά έκανε τη δουλειά του.

Όπως έκαναν τη δουλειά τους στο στομάχι του και τα μπιζέλια που τους έδωσαν να φάνε στην πτήση της επιστροφής από Κωνσταντινούπολη. Άκου μπιζέλια. Πάλι καλά που δεν ήταν σε βάρκα για να του γυρίσει το στομάχι ανάποδα - ποτέ του δεν μπορούσε τις βάρκες. Μόνο που ανακαλούσε το σχεδόν ψεύτικο πράσινο χρώμα εκείνου του φαγητού, του ερχόταν αναγούλα.

Έμενε μόνο ένα χαρτί για να μπορέσουν να πάνε στο δημαρχείο εκείνο το απόγευμα και να παντρευτούν. Ένα χαρτί για το οποίο δεν αρκούσε να αλλάξουν κάποια bytes εδώ κι εκεί, αλλά για το οποίο έπρεπε να πάει αυτοπροσώπως στην αστυνομία. Όχι ότι κι εδώ ο Ζεντ άφησε την διαδικασία ανεπηρέαστη: φρόντισε να πείσει τη βάση δεδομένων ότι την περίπτωσή του θα έπρεπε να αναλάβει ο κύριος Βαν Λέσινγκ, ο πιο διεφθαρμένος από μια σε γενικές γραμμές άσπιλη κι αμόλυντη υπηρεσία.

“Ο κύριος Βαν Λέσινγκ σας περιμένει” άκουσε την ίδια αστυνομικίνα να του λέει, δείχνοντάς του παράλληλα το δρόμο προς το γραφείο του αφεντικού της.

Το οποίο αφεντικό ήταν όπως ακριβώς στις φωτογραφίες που είχε δει ο Ζεντ: με σώμα και πρόσωπο που λες και υπήρχαν για να δώσουν δίκιο στους κακοπροαίρετους -σαν την αφεντιά του- οι οποίοι θεωρούσαν κάθε μπάτσο γουρούνι. Κι όχι σπάνια, όπως στην περίπτωση των Ιρανών που κυνηγούσαν τη Σαντίγια, και δολοφόνο.

“Έχετε πέντε λεπτά στη διάθεσή σας” είπε ο κύριος Λέσινγκ.

Του πήρε μόνο τρία να τον πείσει και να βγει έξω με το πολυπόθητο χαρτί. Το ένα για να του εξηγήσει τι ήθελε. Το δεύτερο για να του πει ότι δε θα είχε κανένα πρόβλημα να του δώσει κάποια χρήματα για να επισπεύσει τη διαδικασία, πράγμα που έκανε τα μάτια του Βαν Λέσινγκ να λάμψουν από την ανυπομονησία. Το τρίτο για να του εξηγήσει ότι τελικά είχε σκεφτεί κάτι καλύτερο από τα λεφτά και να του δώσει το φάκελο με τα στοιχεία που είχε εναντίον του.

“Το φάκελο μπορείς να τον κρατήσεις” του είπε βλέποντας το προηγούμενο χαμόγελο του Βαν Λέσινγκ να μετατρέπεται σε τρόμο. “Υπάρχει μόνο ένα αντίγραφο σε ψηφιακή μορφή κι αυτό θα καταστραφεί μόλις φύγω από εδώ με το χαρτί για τον γάμο μου με την Σαντίγια ελ Χαντάντ.”

Όπερ και εγένετο. Ο γάμος δηλαδή, γιατί σιγά μην κατέστρεφε το αντίγραφο. Ποιος ξέρει αν ο Βαν Λέσινγκ δεν αποφάσιζε να τον κυνηγήσει κάποια στιγμή στο μέλλον. Με το “δαχτυλίδι” (όπως είχαν ονομάσει με την Γατούλα το χαρτί στην μεταξύ τους κωδικοποιημένη ηλεκτρονική αλληλογραφία), πήγε στο σπίτι και μετά κατευθύνθηκαν προς το δημαρχείο, όπου και είχαν κλείσει ραντεβού για το γάμο.

Όταν έφτασαν εκεί, ο Ζεντ διέκρινε κάτι το επιτιμητικό στο βλέμμα του υπαλλήλου, μπροστά στον οποίο ξεπρόβαλε ένας δεκαεννιάχρονος για να παντρευτεί μια συνομιλική του Ιρανή κι όλα αυτά χωρίς ούτε ένα τρίτο άτομο να βρίσκεται εκεί. Άσε που αυτό σήμαινε ότι πάλι εκείνος κι ο βοηθός του θα έπρεπε να το παίξουν μάρτυρες και να συμπληρώσουν τα σχετικά χαρτιά.

Ευτυχώς, αυτή η στιγμιαία σκιά στα μάτια του εκπροσώπου της εξουσίας, δεν επεκτάθηκε και σ’ έναν πέρα από το τυπικό έλεγχο των χαρτιών. Άλλος ένας υπάλληλος που υποθέτει ότι όλοι οι προηγούμενοι συνάδελφοι της αλυσίδας έχουν πράξει το καθήκον τους στο ακέραιο, σκέφτηκε ο Ζεντ.

Τώρα όλα είχαν τελειώσει κι αυτός καθόταν με την Σαντίγια στο εστιατόριο της γειτονιάς. Ο Τούρκος που το είχε, τους κέρασε δυο μερίδες από το ρολό κιμά με φέτες κυδωνιού, τη νέα του σπεσιαλιτέ. Σε τόσα χρόνια, πρώτη φορά τον θυμόταν ο Ζεντ να κερνάει. Μάλλον χάρηκε γιατί έβλεπε τον Ζεντ επιτέλους με μια κοπέλα, ή γιατί κατάλαβε ότι η κοπέλα ήταν “αλλοδαπή” σαν αυτόν, ή και τα δυο μαζί - ποιος ξέρει;

Παρόλη την κούραση, ο Ζεντ αισθανόταν αλαφρωμένος και δεν είχε καμιά διάθεση να γυρίσει στο σπίτι. Ίσα που είχε προλάβει να βάλει στη γωνιά ένα στρώμα για τη νέα του καλεσμένη, τη γυναίκα του... θα ‘πρεπε ν’ αρχίσει να το συνηθίζει αυτό το τελευταίο. Πρότεινε στη Σαντίγια να πάνε σ’ ένα κλαμπάκι κοντά στο Λάιντσεπλεϊν, να πιούνε καμιά μπύρα, να χορέψουν λιγάκι. Κι όχι μόνο για να γιορτάσουν την επιτυχία του σχεδίου τους. Αλλά και γιατί ο Ζεντ ήξερε πολύ καλά ότι από την επόμενη μέρα τούς περίμενε πολύ δουλειά.  Μπορεί να κέρδισαν μια μάχη αλλά ο πόλεμος συνεχιζόταν.

“Νόμιζα ότι στην Ολλανδία έχει πάντα συννεφιά. Αλλά κοίτα τι ωραίο φεγγάρι που έχει απόψε”, του είπε η Σαντίγια όταν βγήκαν έξω από το εστιατόριο. Με μια φυσικότητα που εξέπληξε και τον ίδιο, την έπιασε από το το χέρι και συνέχισαν.

Νάντια Πούλου

3 σχόλια:

Μαρια Αγγελιδου said...

Ιδού και ο θρίαμβος της διασκευής, που "ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΗΣ". Αυτό το βιβλίο θα ήθελα να το διαβάσω ολόκληρο, με τις 350 σελίδες του.

Anonymous said...

Νάντια, συγχαρητήρια!θυμάμαι το κείμενο απ'το σεμινάριο, ήταν όμως απόλαυση που το ξαναδιάβασα.Ούσα και η ίδια λάτρης του αστυνομικού-θρίλερ-, μπορώ να πω πως αναμένω με ανυπομονησία την επόμενη δουλειά σου.
Μαρία Παπαδοπούλου (απ'το σεμινάριο)

Anonymous said...

Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά λόγια! Όταν τελειώσω τα χίλια πράγματα που έχω αρχινισμενα, θα γράψω και τη επόμενο κεφάλαιο, το υπόσχομαι :)
Νάντια

Post a Comment