Pages

4.1.12

Ο Γκιόνης και η γατούλα (Ιωάννα Μπαμπέτα)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Γκιόνης. Ζούσε σε ένα πεντακάθαρο κλαδί στη βελανιδιά, μαζί με τη μητέρα του για συντροφιά. Κάθε βράδυ έβγαινε για να ψωνίσει φαγητό. Η μητέρα του τον περίμενε με έτοιμη την κατσαρόλα και τραπεζομάντιλο κλαρωτό. Και η ζωή κυλούσε ήρεμα. Τόσο ήρεμα που δεν την έπαιρναν χαμπάρι.
Ένα βράδυ όμως ο Γκιόνης πετώντας έξω από το παράθυρο του κυρ Μένη, αντίκρισε τη Γατούλα να κοιμάται κουλουριασμένη. Σαν πίνακας ζωγραφικής, δίπλα στο τζάκι το αναμμένο. Γύρισε στο κλαδί ξεχνώντας να ψωνίσει, με βλέμμα σαν χαμένο. Εκείνο το βράδυ, ο Γκιόνης και η μητέρα του κοιμήθηκαν νηστικοί. Ο πρώτος με μάτια κόκκινα και η μάνα με πυτζάμα φιστικί.

Η Γατούλα ήταν κορίτσι από σπίτι. Καλομαθημένη και ναζιάρα. Η γούνα της έλαμπε σαν μετάξι. Είπαμε, ήτανε κουκλάρα. Ο Γκιόνης μέχρι τότε, μόνο τη μητέρα του αγαπούσε. Μοναχικό πτηνό καθώς ήταν, δε νυχτοπερπατούσε. Κλαδί, ψώνια. Ψώνια, κλαδί. Μετά από εκείνη τη νύχτα όμως, ξεροστάλιαζε έξω από το παράθυρο και θαύμαζε την ομορφιά της Γατούλας, που έμοιαζε με τριαντάφυλλο.
Η μητέρα του δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή την αλλαγή. Κι έκανε προσευχή η Γατούλα να εξαφανιστεί. Τίποτα όμως. Η Γατούλα εκεί.
«Μα μητέρα, θα γίνει τέλεια θυγατέρα», προσπαθούσε ο Γκιόνης να την πείσει. Ε, και η μάνα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να συμφωνήσει.
Τουλάχιστον προσωρινά, πριν τη στείλει στα όρη και τα βουνά.
Κι ο Γκιόνης αφού πήρε της μαμάς του την ευχή, άρπαξε την κιθάρα και πέταξε με ρυθμό ταχύ.
«Πανέμορφη Γατούλα, πανέμορφη Ψιψίνα!
Έλα να παντρευτούμε σύντομα. Τι λες γι’ αυτό το μήνα;»
Και η Γατούλα χάρηκε, όχι γιατί ο Γκιόνης ήταν σπουδαίος γαμπρός,
απλά έτσι, θα ζήλευε ο Γάτος της αυλής, ο Νικολός.
«Είμαι καλής οικογενείας, με μπαμπά καπετάνιο και μαμά αεροσυνοδό
Δεν παντρεύομαι, αν έχεις σκοπό να ζήσουμε για πάντα εδώ»
«Μαζί σου όλο τον κόσμο θέλω να γυρίσω, όμορφη μου Πριγκιπέσσα!
Θα σε πάω κρουαζιέρα! Σου το υπόσχομαι, έχω μπέσα», της τραγούδησε ο Γκιόνης με φωνή γλυκιά κι επέστρεψε σπίτι, με κατουρημένα βρακιά.
Καθώς ο Γκιόνης τηλεφωνούσε στα ταξιδιωτικά και κανόνιζε κρουαζιέρα, σε μέρη εξωτικά, η μάνα κοπανούσε τις κουτάλες και ξεσκόνιζε παντού, για να του δείξει πως σαν κι αυτή, δεν θα βρει πουθενά αλλού.
Κι η Γατούλα ενθουσιάστηκε, γέμισε τις βαλίτσες με μαγιό, βραδινά φορέματα και παρεό. Καπέλα, κρέμες και γυαλιά, για να δείξει πως έχει ένα σωρό προικιά.
Και μπήκαν σε κρουαζιερόπλοιο πολυτελές και η μάνα κουνούσε το μαντήλι, με χαμόγελο ημιτελές.
Ταξίδεψαν μακριά, είδαν πράγματα διαφορετικά. Πιο πολύ τους μάγεψε το Άγαλμα της Ελευθερίας. Ανέβηκαν στον Πύργο του Άιφελ και θαύμασαν το πορτραίτο της Τζοκόντα, γνωστής κυρίας.
Ψώνισαν πράγματα πολλά, γιατί η αλήθεια είναι, πως μπορεί του Γκιόνη να του έλειπε το μπόι, αλλά όχι τα λεφτά. Περνώντας μια μέρα από ένα κοσμηματοπωλείο, δαχτυλίδι με πέτρα κόκκινη αγόρασαν και μετά πήγαν στο δημαρχείο. Βλέπετε, ο χρόνος έκανε τη Γατούλα, το Νικολό να ξεχάσει και ο Γκιόνης μάνα θυμόταν, αλλά θα είχε πια γεράσει…
Γνώρισαν κόσμο πολύ. Επιχειρηματίες, ταξιδευτές, χορεύτριες κι εφοπλιστές. Το Γουρούνι έγινε φίλος τους στενός, αλλά του έλειπε η ανατροφή και το έσκασαν ολοταχώς. Φάγανε με τα χέρια, με πιρούνια, με μαχαίρια. Χαβιάρι, πάπια Πεκίνου αλλά και πίτσα στο εστιατόριο ενός Φρύνου.

Και μετά από χρόνια πολλά, επέστρεψαν στην παλιά τους γειτονιά. Με το που πάτησαν το πόδι τους στην αμμουδιά, κάτω από του φεγγαριού τη σιγαλιά, είδαν τη μάνα με το Νικολό να χορεύουν αγκαλιά. Ο Γκιόνης έψαξε να βρει που έχει το σουγιά.
Η Γατούλα λιποθύμησε αφήνοντας κραυγή λυπητερή.
Η μάνα όμως με χαμόγελο πλατύ, πήρε αγκαλιά το Νικολό και με βήμα αργό έφτασαν στο δικό τους σπιτικό.
Κι έζησαν καλά αυτοί, όχι όλοι τους, οι μισοί.

0 σχόλια:

Post a Comment